Σε περιπτώσεις δυσανεξίας, ο αποκλεισμός της γλουτένης είναι ανάγκη.
Η γλουτένη αποτελεί πρωτεΐνη ευρείας κατανάλωσης καθώς βρίσκεται στο σιτάρι αλλά και σε άλλα δημητριακά όπως το κριθάρι, την βρώμη και την σίκαλη.
Ως συστατικό των άλευρων, είναι εκείνο που προσδίδει όγκο και ελαστικότητα σε ζύμες κάθε είδους.
Για εκείνους που έχουν δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη), ακόμα και η ελάχιστη επαφή τους με αυτήν μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση, με σοβαρές επιπτώσεις στον εντερικό βλεννογόνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι διατροφικές επιλογές είναι πολύ συγκεκριμένες, και η διατροφή απαλλαγμένη από κάθε πηγή γλουτένης είναι επιβεβλημένη.
Οι άνθρωπο αυτοί εκπαιδεύονται στο να εντοπίζουν ακόμα και τις πιο κρυφές πηγές γλουτένης, να παραγγέλνουν τα κατάλληλα πιάτα σε ένα εστιατόριο, ακόμα και να μαγειρεύουν με ασφάλεια.
Οι πιο γνωστές πηγές γλουτένης είναι το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα δημητριακά. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή και στις λιγότερο γνωστές πηγές, όπως σε έτοιμες σούπες και σάλτσες, σε dressings και spreads, σε έτοιμα snacks και επεξεργασμένα κρέατα, σε αλλαντικά και κατεψυγμένα λαχανικά. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ο αφορισμός της γλουτένης είναι επιλογή.
Η αρχική δημοφιλία και επιτυχία της ‘gluten-free’ διατροφής ως τρόπο απώλειας βάρους δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Αποφεύγοντας τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη, μειώνεις έμμεσα και την κατανάλωση ραφιναρισμένων υδατανθράκων όπως το ψωμί, η μπύρα και άλλα θερμιδογόνα τρόφιμα. Όταν μάλιστα ακολουθείται επιλεκτικά, συμβάλλει και στην απώλεια βάρους, ειδικά όταν αμυλούχες τροφές αντικαθίστανται από δημητριακά (όπως το κινόα) και όσπρια
Όμως ένας τέτοιος τρόπος διατροφής είναι περίπλοκος, μη πρακτικός, και κυρίως κοστοβόρος. Επιπλέον, ο περιοριστικός του χαρακτήρας κάνει δύσκολη την προσκόλληση μακροπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι αποτελεί ένα κίνημα το οποίο όπως και οι περισσότερες ‘τάσεις’ αποκτά ακραίες εκφάνσεις που αποβαίνουν παροδικές και αναποτελεσματικές.
Ειδικά προϊόντα ‘χωρίς γλουτένη’ δεν σημαίνει ότι είναι και υγιεινά. Μία ματιά στην διατροφική ετικέτα και στα συστατικά είναι αρκετή. Άλευρα απο άλλες πηγές (ρύζι/ καλαμπόκι/ tapioca/ πατάτα συχνά αντικαθιστούν το απλό αλεύρι, ωστόσο αποτελούν και αυτά άκρως ραφιναρισμένους υδατάνθρακες που ανεβάζουν τη γλυκαιμία το ίδιο απότομα όσο τα τρόφιμα που έχουν αφοριστεί.
Στις βιομηχανίες τροφίμων γενικότερα, όταν ένα συστατικό αποβάλλεται από το τρόφιμο, πάντα προστίθεται ή αυξάνεται κάποιο άλλο για να παραμείνει το προϊόν επιθυμητό. Για παράδειγμα, ένα τρόφιμο με μειωμένα λιπαρά συχνά περιέχει περισσότερη ζάχαρη, αλάτι ή συντηρητικά για να αντισταθμιστεί η διαφορά σε γεύση ή υφή. Το ίδιο συμβαίνει και με την γλουτένη, αναφέρει το άρθρο του New Yorker. Το ίδιο άρθρο τονίζει εύστοχα: ‘μία τούρτα χωρίς γλουτένη εξακολουθεί να είναι μία τούρτα’.
Fun video που ‘πιάνει’ ακριβώς τα ακραία στοιχεία (και σε κάποιες περιπτώσεις τον παραλογισμό) του gluten-free trend:
Θα είναι τελικά η διατροφή ‘gluten-free’ μία τάση που θα παρέλθει;
Πιθανώς να ακολουθήσει την τύχη παλαιότερων αντίστοιχων τάσεων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η γλουτένη δεν είναι δηλητήριο για όσους δεν έχουν δυσανεξία σε αυτήν, και γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δαιμονοποιείται. Από ‘κεί και πέρα, εάν στα πλαίσια της φιλοσοφίας αυτής της διατροφής περιοριστούν οι απλοί, επεξεργασμένοι υδατάνθρακες και αντικατασταθούν με προϊόντα πλούσια σε φυτικές ίνες, μια τέτοια κίνηση θα ήταν στη σωστή κατεύθυνση.
Brody, J. E. (2014, September 14). Celiac Disease, a Common, but Elusive Diagnosis. The New York Times
Specter, M. (2014, November 3). Against the Grain. The New Yorker.
Άρθρα
Διατροφή χωρίς γλουτένη: ανάγκη ή υπερβολή;
Σε περιπτώσεις δυσανεξίας, ο αποκλεισμός της γλουτένης είναι ανάγκη.
Η γλουτένη αποτελεί πρωτεΐνη ευρείας κατανάλωσης καθώς βρίσκεται στο σιτάρι αλλά και σε άλλα δημητριακά όπως το κριθάρι, την βρώμη και την σίκαλη.
Ως συστατικό των άλευρων, είναι εκείνο που προσδίδει όγκο και ελαστικότητα σε ζύμες κάθε είδους.
Για εκείνους που έχουν δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη), ακόμα και η ελάχιστη επαφή τους με αυτήν μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση, με σοβαρές επιπτώσεις στον εντερικό βλεννογόνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι διατροφικές επιλογές είναι πολύ συγκεκριμένες, και η διατροφή απαλλαγμένη από κάθε πηγή γλουτένης είναι επιβεβλημένη.
Οι άνθρωπο αυτοί εκπαιδεύονται στο να εντοπίζουν ακόμα και τις πιο κρυφές πηγές γλουτένης, να παραγγέλνουν τα κατάλληλα πιάτα σε ένα εστιατόριο, ακόμα και να μαγειρεύουν με ασφάλεια.
Οι πιο γνωστές πηγές γλουτένης είναι το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα δημητριακά. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή και στις λιγότερο γνωστές πηγές, όπως σε έτοιμες σούπες και σάλτσες, σε dressings και spreads, σε έτοιμα snacks και επεξεργασμένα κρέατα, σε αλλαντικά και κατεψυγμένα λαχανικά.
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ο αφορισμός της γλουτένης είναι επιλογή.
Η αρχική δημοφιλία και επιτυχία της ‘gluten-free’ διατροφής ως τρόπο απώλειας βάρους δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Αποφεύγοντας τρόφιμα που περιέχουν γλουτένη, μειώνεις έμμεσα και την κατανάλωση ραφιναρισμένων υδατανθράκων όπως το ψωμί, η μπύρα και άλλα θερμιδογόνα τρόφιμα. Όταν μάλιστα ακολουθείται επιλεκτικά, συμβάλλει και στην απώλεια βάρους, ειδικά όταν αμυλούχες τροφές αντικαθίστανται από δημητριακά (όπως το κινόα) και όσπρια
Όμως ένας τέτοιος τρόπος διατροφής είναι περίπλοκος, μη πρακτικός, και κυρίως κοστοβόρος. Επιπλέον, ο περιοριστικός του χαρακτήρας κάνει δύσκολη την προσκόλληση μακροπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι αποτελεί ένα κίνημα το οποίο όπως και οι περισσότερες ‘τάσεις’ αποκτά ακραίες εκφάνσεις που αποβαίνουν παροδικές και αναποτελεσματικές.
Ειδικά προϊόντα ‘χωρίς γλουτένη’ δεν σημαίνει ότι είναι και υγιεινά. Μία ματιά στην διατροφική ετικέτα και στα συστατικά είναι αρκετή. Άλευρα απο άλλες πηγές (ρύζι/ καλαμπόκι/ tapioca/ πατάτα συχνά αντικαθιστούν το απλό αλεύρι, ωστόσο αποτελούν και αυτά άκρως ραφιναρισμένους υδατάνθρακες που ανεβάζουν τη γλυκαιμία το ίδιο απότομα όσο τα τρόφιμα που έχουν αφοριστεί.
Στις βιομηχανίες τροφίμων γενικότερα, όταν ένα συστατικό αποβάλλεται από το τρόφιμο, πάντα προστίθεται ή αυξάνεται κάποιο άλλο για να παραμείνει το προϊόν επιθυμητό. Για παράδειγμα, ένα τρόφιμο με μειωμένα λιπαρά συχνά περιέχει περισσότερη ζάχαρη, αλάτι ή συντηρητικά για να αντισταθμιστεί η διαφορά σε γεύση ή υφή. Το ίδιο συμβαίνει και με την γλουτένη, αναφέρει το άρθρο του New Yorker. Το ίδιο άρθρο τονίζει εύστοχα: ‘μία τούρτα χωρίς γλουτένη εξακολουθεί να είναι μία τούρτα’.
Fun video που ‘πιάνει’ ακριβώς τα ακραία στοιχεία (και σε κάποιες περιπτώσεις τον παραλογισμό) του gluten-free trend:
Θα είναι τελικά η διατροφή ‘gluten-free’ μία τάση που θα παρέλθει;
Πιθανώς να ακολουθήσει την τύχη παλαιότερων αντίστοιχων τάσεων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η γλουτένη δεν είναι δηλητήριο για όσους δεν έχουν δυσανεξία σε αυτήν, και γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δαιμονοποιείται. Από ‘κεί και πέρα, εάν στα πλαίσια της φιλοσοφίας αυτής της διατροφής περιοριστούν οι απλοί, επεξεργασμένοι υδατάνθρακες και αντικατασταθούν με προϊόντα πλούσια σε φυτικές ίνες, μια τέτοια κίνηση θα ήταν στη σωστή κατεύθυνση.