Aυτό που γνωρίζαμε ως τώρα για τα υποκατάστατα ζάχαρης είναι ότι αποτελούν την χρυσή τομή μεταξύ της επιθυμίας για γλυκό και της προσπάθειας για ένα ολιγοθερμιδικό πλαίσιο διατροφής.
Με άλλα λόγια, both of two worlds: γλυκό απαλλαγμένο από τις (ομολογουμένως πολλές) θερμίδες της κοινής ζάχαρης, και σχετικά ασφαλές (με εξαίρεση την περίπτωση της ασπαρτάμης για την οποία αν και υπήρξαν στα χρόνια αρκετές μελέτες που υποστήριζαν και τις δύο πλευρές, επίσημα δεν υπάρχει πόρισμα επικινδυνότητας για την υγεία).
Κατά συνέπεια, θα περιμέναμε ότι κάποιος που υποκαθιστά τα κανονικά προϊόντα με light-χωρίς-ζάχαρη εκδοχές είναι δεδομένο ότι θα χάσει βάρος, αφού μειώνει τις ημερήσιες θερμίδες που καταναλώνει.
Κάτι τέτοιο απ’ότι φαίνεται είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, καθώς σε τελευταίες μελέτες τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα. Πρόσφατα μάλιστα παρατηρήθηκε αύξηση βάρους σε αυτούς που κατανάλωναν αποκλειστικά γλυκά, αναψυκτικά και ροφήματα ‘light’. Πώς εξηγείται ένα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο; Οι κύριες θεωρίες είναι οι εξής:
Διαταραχή ‘σήματος κορεσμού’. Μετά από την κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών δεν προκαλούνται οι συνήθεις βιολογικές αποκρίσεις του σώματος, οι οποίες αποσκοπούν στην διατήρηση του ενεργειακού ισοζυγίου και έπειτα στην διακοπή της αίσθησης πείνας.
Διαταραχή στα επίπεδα ινσουλίνης αίματος. Οι εντερικοί υποδοχείς που ανιχνεύουν γλυκόζη θέτουν σε ενέργεια την απελευθέρωση ορμονών οι οποίες προωθούν την έκκριση ινσουλίνης καθώς και τον κορεσμό.
Συνειρμικές αλλαγές & ενεργειακή αντιστάθμιση. Μετά την κατανάλωση προϊόντων light, ασυνείδητα (ή συνειδητά) δικαιολογούμε την κατανάλωση θερμιδογόνων (ανθυγιεινών) τροφίμων. Αυτό συμβαίνει διότι θεωρώντας τα light μία υγιεινή επιλογή στη σωστή κατεύθυνση, είναι εύκολο να επαναπαυθούμε ότι αυτό είναι αρκετό και δεν χρειάζεται καμία άλλη αλλαγή στη διατροφή. Επιπλέον κάτι τέτοιο οδηγεί σε ελλιπή συμμόρφωση ενός ισορροπημένου πρόγραμματος διατροφής.
Όποιος μηχανισμός και αν οφείλεται για αυτό το παράταιρο αποτέλεσμα, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η προτροπή των επιστημόνων υγείας για κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών πρέπει οπωσδήποτε να αναθεωρηθεί, αλλά όχι και να δαιμονοποιηθεί.
Bellisle, France. "Intense Sweeteners, Appetite for the Sweet Taste, and Relationship to Weight Management" Curren Obesity Reports (March 2015), 4:1, pp 106-110
Roberts R., Jason . "The Paradox of Artificial Sweeteners in Managing Obesity" Current Gastroenterology Reports (Jan 2015), 17:1
Άρθρα
Το παράδοξο των γλυκαντικών
Aυτό που γνωρίζαμε ως τώρα για τα υποκατάστατα ζάχαρης είναι ότι αποτελούν την χρυσή τομή μεταξύ της επιθυμίας για γλυκό και της προσπάθειας για ένα ολιγοθερμιδικό πλαίσιο διατροφής.
Με άλλα λόγια, both of two worlds: γλυκό απαλλαγμένο από τις (ομολογουμένως πολλές) θερμίδες της κοινής ζάχαρης, και σχετικά ασφαλές (με εξαίρεση την περίπτωση της ασπαρτάμης για την οποία αν και υπήρξαν στα χρόνια αρκετές μελέτες που υποστήριζαν και τις δύο πλευρές, επίσημα δεν υπάρχει πόρισμα επικινδυνότητας για την υγεία).
Κατά συνέπεια, θα περιμέναμε ότι κάποιος που υποκαθιστά τα κανονικά προϊόντα με light-χωρίς-ζάχαρη εκδοχές είναι δεδομένο ότι θα χάσει βάρος, αφού μειώνει τις ημερήσιες θερμίδες που καταναλώνει.
Κάτι τέτοιο απ’ότι φαίνεται είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, καθώς σε τελευταίες μελέτες τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα. Πρόσφατα μάλιστα παρατηρήθηκε αύξηση βάρους σε αυτούς που κατανάλωναν αποκλειστικά γλυκά, αναψυκτικά και ροφήματα ‘light’. Πώς εξηγείται ένα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο; Οι κύριες θεωρίες είναι οι εξής:
Διαταραχή ‘σήματος κορεσμού’. Μετά από την κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών δεν προκαλούνται οι συνήθεις βιολογικές αποκρίσεις του σώματος, οι οποίες αποσκοπούν στην διατήρηση του ενεργειακού ισοζυγίου και έπειτα στην διακοπή της αίσθησης πείνας.
Διαταραχή στα επίπεδα ινσουλίνης αίματος. Οι εντερικοί υποδοχείς που ανιχνεύουν γλυκόζη θέτουν σε ενέργεια την απελευθέρωση ορμονών οι οποίες προωθούν την έκκριση ινσουλίνης καθώς και τον κορεσμό.
Συνειρμικές αλλαγές & ενεργειακή αντιστάθμιση. Μετά την κατανάλωση προϊόντων light, ασυνείδητα (ή συνειδητά) δικαιολογούμε την κατανάλωση θερμιδογόνων (ανθυγιεινών) τροφίμων. Αυτό συμβαίνει διότι θεωρώντας τα light μία υγιεινή επιλογή στη σωστή κατεύθυνση, είναι εύκολο να επαναπαυθούμε ότι αυτό είναι αρκετό και δεν χρειάζεται καμία άλλη αλλαγή στη διατροφή. Επιπλέον κάτι τέτοιο οδηγεί σε ελλιπή συμμόρφωση ενός ισορροπημένου πρόγραμματος διατροφής.
Όποιος μηχανισμός και αν οφείλεται για αυτό το παράταιρο αποτέλεσμα, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η προτροπή των επιστημόνων υγείας για κατανάλωση γλυκαντικών ουσιών πρέπει οπωσδήποτε να αναθεωρηθεί, αλλά όχι και να δαιμονοποιηθεί.
Roberts R., Jason . "The Paradox of Artificial Sweeteners in Managing Obesity" Current Gastroenterology Reports (Jan 2015), 17:1